τασισμός

τασισμός
ο, Ν
ζωγραφική τεχνική που χαρακτηρίζεται από την αυθόρμητη χειρονομία τού καλλιτέχνη ο οποίος δημιουργεί με τον χρωστήρα του, διαισθητικά, κηλίδες χρώματος πάνω στον μουσαμά, αλλ. κηλιδογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tachisme < γαλλ. tache «κηλίδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”